ἀκινήτω

ἀκινήτω
ἀκίνητος
unmoved
masc/neut nom/voc/acc dual
ἀκίνητος
unmoved
masc/neut gen sg (doric aeolic)
ἀκίνητος
unmoved
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
ἀκίνητος
unmoved
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακινητώ — ἀκινητῶ ( έω) (Α) [ἀκίνητος] είμαι ακίνητος …   Dictionary of Greek

  • ακινητώ — ησα 1. αμτβ., είμαι ακίνητος: Εκείνη την ώρα οι μηχανές ακινητούσαν. 2. μτβ., κάνω κάτι να μην κινείται, ακινητοποιώ: Ακινήτησε το όχημα κι έσβησε τη μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκινήτῳ — ἀκίνητος unmoved masc/neut dat sg ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκινήτωι — ἀκινήτῳ , ἀκίνητος unmoved masc/neut dat sg ἀκινήτῳ , ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ακινητίζω — ἀκινητίζω (Α) ακινητώ* …   Dictionary of Greek

  • λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • συνακινητώ — έω, Μ [ἀκινητῶ] παραμένω επίσης ακίνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”